Τρίτη 28 Αυγούστου 2007
Δευτέρα 27 Αυγούστου 2007
Το χρονικό ενός καμένου χωριού. Φύγαμε μέσα από τις φλόγες…
Ο ανθρώπινος νους απλά δεν μπορεί να χωρέσει τι έγινε-γίνετε εκεί… Ήμουν για διακοπές στο χωριό της μητέρας μου, στην Ηράκλεια Πύργου , στο Δημοτικό διαμέρισμα Αρχαίας Ολυμπίας, 10 χλμ, πριν τον αρχαιολογικό χώρο. Βλέπαμε τα απέναντι βουνά να καίγονται και μας φαινόταν απίστευτο. Το Σάββατο το μεσημέρι πέσαμε για ύπνο, και όταν ξυπνήσαμε η μέρα είχε γίνει νύχτα από τους μαύρους καπνούς…
Κανείς δεν πίστευε ότι η φωτιά έκαιγε το δάσος πίσω από το χωριό μας και όλοι έλεγαν ότι η φωτιά είναι μακριά. Πραγματικά η φωτιά ήταν πολύ μακριά…
Το χωριό είναι στη μέση, ή μάλλον ήταν στη μέση ενός καταπράσινου πέταλου, γύρω-γύρω βουνά με δάση και στη μέση τα σπίτια. Μπροστά εκτίνετε ο κάμπος του χωριού με τα αγροτεμάχια και τις εξοχικές κατοικίες..
Ήταν ακόμα μέρα όταν φύγαμε στο διπλανό χωριό (Πελόπιο) να βάλουμε βενζίνη στα αυτοκίνητα για να είμαστε έτοιμοι… Γυρνώντας πήγαμε στα σύνορα του χωριού προς τον κάμπο να δούμε… χαμος!
Ο καπνός, και το φως της φωτιάς όλο και μεγάλωνε, όλο και πλησίαζε όταν άρχισα να πανικοβάλομε. Πήραμε τηλέφωνο όλους τους συγγενής από τα πάνω σπίτια και κατέβηκαν στο δικό μας. Η νύχτα έπεφτε και το ηλεκτρικό όλο κοβόταν. Μαζέψαμε στο 5λεπτο τα αναγκαία, φάρμακα, κουβέρτες, νερό, και φύγαμε για το σπίτι του θειου μου, που είναι λίγο ποιο κάτω με ποιο εύκολη πρόσβαση στην έξοδο του χωριού… Δεν ξέρετε πως ένιωσα εκείνη την ώρα… Να φεύγεις από το σπίτι σου και να μην ξέρεις αν θα το ξαναδείς…
Δεν μιλούσε κανείς… Μια παράξενη ισχία , σχεδόν νεκρική, το μόνο που άκουγες ήταν που και που ένα παράξενο βουητό… Εγώ έλεγα συνεχεία να φύγουμε ποιο μακριά γιατί το σπίτι είναι περικυκλωμένο από δέντρα και δεν ένιωθα ασφαλής. Δεν ήθελαν. Με το που φανήκαν στο βουνό απέναντι μας οι πρώτες σπίθες , τότε είχε έρθει η ώρα… Μπήκαμε στα αυτοκίνητα και δρόμο…
Φύγαμε μακριά προς τον Πύργο. Κλάματα, χαμός στο αυτοκίνητο. Η κάπνα δεν μας άφηνε να αναπνεύσουμε προς τα εκεί και έτσι γυρίσαμε πίσω. Η καμπάνα του χωριού χτυπούσε σαν τρελή και φώναζε να εκκενωθεί το χωριό, να αφήσουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους και να τρέξουν…
Έτσι μαζευτήκαμε όλοι στην έξοδο του χωριού , κάτω στον κάμπο που ήταν σχετικά ασφαλές μέρος λόγω των ποτιστικών που ήταν ανοιχτά …
Έτσι άρχισε μια εφιαλτική νύχτα… Η νύχτα του Σαββάτου 25 Αυγούστου 2007 , που δεν θα ξεχάσει κανείς για πολλά χρόνια…
Ότι και να είδατε από την τηλεόραση, ότι και να ακούσατε από το ραδιόφωνο, δεν συγκρίνονται με αυτό που ζήσαμε εκεί…
Καθόμασταν απέναντι από το χωριό μας και το βλέπαμε να λαμπαδιάζει. Να καίγεται γύρω-γύρω και στη μέση τα σπίτια. Πυροσβεστικά αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν γιατί είχε είδη νυχτώσει… Επικοινώνησαν με τον δήμαρχο , και αυτός είπε «δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα».
Κάποια στιγμή μπήκαν στο χωριό 2 αυτοκίνητα της πυροσβεστικής με εντολή να προστατέψουν σπίτια και ανθρώπους. Πόσο μεγάλη ανακούφιση!
Μια κυρία άγνωστη, που το σπίτι της ήταν εκεί μας έφερε καρέκλες, νερό και κουβέρτες. Κυρία Ρουλα να είσαι πάντα καλά.
Το ράδιο αρβύλα έδωσε ρέστα… Μέχρι που κάποια στιγμή μας παίρνουν τηλέφωνο κάτι τολμηροί που μπήκαν στο χωριό και μας λένε « το σπίτι σας μάλλον αυτή τη στιγμή καίγεται»… Αμάν… Χαμός! Και το τραγικό είναι τοι μου λέει ο παππούς μου εκείνη τη στιγμή, που δεν βλέπει μακριά «Γιάννη πάμε στο σπίτι μας, έφυγε η φωτιά».
Λύγισαν τα γόνατα μου, η μάνα μου έπεσε στην καρέκλα και οι θείες να σταυροκοπούνται… Το ίδιο βέβαια έκανα και εγώ, που δεν έβγαλα από την τσέπη μου στιγμή το φυλαχτό από τον Άγιο Διονύσιο που μου έδωσε η φίλη μου η Κική και έταξα μια λαμπάδα.
Τότε ακουστήκαν και οι πρώτες σειρήνες από τα πυροσβεστικά.
Άνθρωποι φτωχοί, που μόνο ένα σπίτι είχαν , και δυο οικόπεδα με ελιές για το λάδι της χρονιάς, τα έβλεπαν να χάνονται.
Το ποιο τρομακτικό από όλα που δεν υπάρχει τρόπος να το καταλάβεις αν δεν το ζήσεις είναι ο ήχος της φωτιάς. Ένας ήχος σαν το βουητό της θάλασσας μαζί με ήχους από το σκάσιμο των κουκουναριών. Ένας ήχος που σε συνδυασμό με την θεα της φωτιάς, ούτε στον χειρότερο μου εφιάλτη δεν είχα δει.
Ο θειος μου (πρώην πυροσβέστης) είχε παραμείνει στο σπίτι μέχρι την στιγμή που είδε τα δέντρα γύρω του να καίγονται. Κατάβρεχε το μέρος και τα ξερά, για να μην πέσει καμία σπίθα.
Από μακριά δεν ξέραμε τι καίγεται και τι όχι, έτσι παρακαλούσαμε η μέρα να ξημερώσει ποιο γρήγορα από της άλλες , να πετάξουν τα αεροπλάνα και να σβήσουν.
Οι καμπάνες χτυπήσαν και στα διπλανά χωριά, Χελιδόνι, Πουρνάρι, Πελόπιο. Η φωτιά πήγαινε προς τα εκεί και έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά της.
Αφού χάραξε, και η μεγάλη φωτιά είχε περάσει, μπήκαμε στο χωριό και πηγαμε στο σπίτι του θειου μου.
Έγινε θαύμα είπαν όλοι… Η φωτιά είχε περάσει έξω από τα σπίτια, μέσα στις αυλές , έξω από τις πόρτες στην κυριολεξία, αλλά δεν έκαψε κανένα!!!
Κανείς άνθρωπος δεν χάθηκε, κανείς δεν έπαθε τίποτα, εκτός από οτιδήποτε πράσινο υπήρχε.
Οι δυο εκκλησίες του χωριού, ο Άγιος Αθανάσιος και η Κοίμηση της Θεοτόκου, ζωσμένες στο πράσινο που καήκε όλο και αυτές δεν έχουν ούτε καν μουτζούρα. Ούτε ο καπνός δεν τις ακούμπησε!
Όλοι νομίζαμε πως πέρασε και πέσαμε να ξαπλώσουμε…
Μετά από 2 ώρες περίπου, άκουσα τον θειο μου να μου φωνάζει να ξυπνήσω γιατί κάτι γινόταν στο σπίτι του…
Πήγα και ξεκινήσαμε να κουβαλάμε νερό με τους κουβάδες να σβήσουμε κάτι μικρό εστίες που ξανά άρπαξαν πάνω ακριβώς από τους τοίχους του σπιτιού του. Χαμός… Σκίστηκα, τρυπήθηκα, φοβόμουνα και τα μάτια μου έτρεχαν σαν το λιγοστό νερό της βρύσης.
Μετά από 2 ώρες το σβήσαμε για τα καλά και γυρίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου πάλι.
Με έτρωγαν τα φίδια.
Μέσα σε μερικά λεπτά , φύσηξε από το πουθενά ένας μανιασμένος αέρας που έπαιρνε και τις καρέκλες.
Δεν πρόλαβα να γυρίσω το κεφάλι μου και τι να δω.
Στα δεξιά μου πίσω από την εκκλησία φωτιά, αριστερά πίσω από το σπίτι της θειας μου φωτιά, μπροστά μου στο σπίτι του θειου μου φωτιά!
Φώναξα ένα συχωριανό που ήταν εκεί με το τρακτέρ και το βυτίο , το θειο μου που είχε αποκοιμηθεί και πήγαν να τη σβήσουν…
Αυτό ήταν , δεν είχαμε από πού να φύγουμε… Πανικοβλήθηκα, φώναξα τη μάνα μου και την αδελφή μου να βάλουν τα πράγματα στο αμάξι και να φύγουμε. Να φύγουμε , να φύγουμε, να φύγουμε , μόνο αυτό θυμάμαι ότι έλεγα. Μπήκα στο αμάξι και για λίγο χάθηκα…
Μακάρι ποτέ και κανένας να μη νιώσει αυτό που ένιωσα εκείνη την ώρα.
Αφήσαμε τον πατέρα μου πίσω να βοηθήσει και να πάρει την γιαγιά και τον παππού. Εμείς φύγαμε.
Τα δύσκολα ήταν ποιο κάτω…
Μπήκαμε στην εθνική και δεν κυκλοφορούσε τίποτα. Μπροστά μου το μόνο που έβλεπα ήταν κάπνα και σκοτάδι. Ήταν πραγματική νύχτα. Άναψα τα φώτα και πήγαινα χωρίς να ξέρω τι θα βρω μπροστά μου. Φοβόμουνα πολύ και δεν ήξερα τι να κάνω; Μπρος ή πίσω;
Συνέχισα μπροστά και είδα ένα περιπολικό μέσα στο χαμό να μου κάνει σήμα να περάσω γρήγορα.
Μετά τη στροφή τι να δω; Δεξιά και αριστερά ο δρόμος καίγονταν, σπίτια καίγονταν και κάτι άνθρωποι έκοβαν τα δέντρα. Ούτε πυροσβεστική, ούτε αστυνομία να ρωτήσω αν ο δρόμος είναι ανοιχτός, τίποτα.
Εκεί τα είδα όλα!!!
Έκανα μπροστά και ότι γίνει έγινε. Τελικά περάσαμε μέσα από τη φωτιά και βγήκαμε. Κοιτούσα πίσω από τον καθρέφτη και δεν το πίστευα…
Η μαμά μου μιλούσε διαρκώς στο κινητό με τους άλλους στο χωριό που μας είπαν ότι πλάκωσαν οι χωριανοί με τα τρακτέρ και έσβησαν όλες τις φωτιές. Ήταν όλοι καλά, και σε επιφυλακή.
Εγώ συνέχισα τον δρόμο προς Αθήνα….
Το βράδυ μάθαμε ότι σε 3 μεριές ξαναφούντωσε αλλά τη έσβησαν.
Μέχρι τώρα δεν είχαν νερό και ηλεκτρικό.
Στο δικό μας χωριό, δεν καηκε κανένα σπίτι, κανένας άνθρωπος.
Στα άλλα όμως…
Η καταστροφή είναι πέρα από κάθε σκέψη, από κάθε φαντασία. Παρθένα δάση εκατοντάδων χρόνων, σπίτια, περιουσίες, άνθρωποι.
Κανένας απολογισμός δεν θα φτάσει ποτέ για να μετρηθεί το τι χάθηκε.
Δεν θα το συνεχίσω.
Εύχομαι κανένας άνθρωπος ποτέ να μην περάσει ότι εγώ και όλοι εμείς εκεί πέρα ,ποτέ, ποτέ. Εύχομαι όλα να πάνε καλά από δω και στο εξής και να σταματήσει όλο αυτό σύντομα.
*όλες τις φωτο τις έχω τραβήξει εγώ. Μερικές δεν είναι και πολύ καλές γιατί έτρεμαν τα χέρια μου.*ευχαριστώ όλους τους φίλους και τους συγγενής για το ενδιαφέρον τους και την υποστήριξη τους.
Κανείς δεν πίστευε ότι η φωτιά έκαιγε το δάσος πίσω από το χωριό μας και όλοι έλεγαν ότι η φωτιά είναι μακριά. Πραγματικά η φωτιά ήταν πολύ μακριά…
Το χωριό είναι στη μέση, ή μάλλον ήταν στη μέση ενός καταπράσινου πέταλου, γύρω-γύρω βουνά με δάση και στη μέση τα σπίτια. Μπροστά εκτίνετε ο κάμπος του χωριού με τα αγροτεμάχια και τις εξοχικές κατοικίες..
Ήταν ακόμα μέρα όταν φύγαμε στο διπλανό χωριό (Πελόπιο) να βάλουμε βενζίνη στα αυτοκίνητα για να είμαστε έτοιμοι… Γυρνώντας πήγαμε στα σύνορα του χωριού προς τον κάμπο να δούμε… χαμος!
Ο καπνός, και το φως της φωτιάς όλο και μεγάλωνε, όλο και πλησίαζε όταν άρχισα να πανικοβάλομε. Πήραμε τηλέφωνο όλους τους συγγενής από τα πάνω σπίτια και κατέβηκαν στο δικό μας. Η νύχτα έπεφτε και το ηλεκτρικό όλο κοβόταν. Μαζέψαμε στο 5λεπτο τα αναγκαία, φάρμακα, κουβέρτες, νερό, και φύγαμε για το σπίτι του θειου μου, που είναι λίγο ποιο κάτω με ποιο εύκολη πρόσβαση στην έξοδο του χωριού… Δεν ξέρετε πως ένιωσα εκείνη την ώρα… Να φεύγεις από το σπίτι σου και να μην ξέρεις αν θα το ξαναδείς…
Δεν μιλούσε κανείς… Μια παράξενη ισχία , σχεδόν νεκρική, το μόνο που άκουγες ήταν που και που ένα παράξενο βουητό… Εγώ έλεγα συνεχεία να φύγουμε ποιο μακριά γιατί το σπίτι είναι περικυκλωμένο από δέντρα και δεν ένιωθα ασφαλής. Δεν ήθελαν. Με το που φανήκαν στο βουνό απέναντι μας οι πρώτες σπίθες , τότε είχε έρθει η ώρα… Μπήκαμε στα αυτοκίνητα και δρόμο…
Φύγαμε μακριά προς τον Πύργο. Κλάματα, χαμός στο αυτοκίνητο. Η κάπνα δεν μας άφηνε να αναπνεύσουμε προς τα εκεί και έτσι γυρίσαμε πίσω. Η καμπάνα του χωριού χτυπούσε σαν τρελή και φώναζε να εκκενωθεί το χωριό, να αφήσουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους και να τρέξουν…
Έτσι μαζευτήκαμε όλοι στην έξοδο του χωριού , κάτω στον κάμπο που ήταν σχετικά ασφαλές μέρος λόγω των ποτιστικών που ήταν ανοιχτά …
Έτσι άρχισε μια εφιαλτική νύχτα… Η νύχτα του Σαββάτου 25 Αυγούστου 2007 , που δεν θα ξεχάσει κανείς για πολλά χρόνια…
Ότι και να είδατε από την τηλεόραση, ότι και να ακούσατε από το ραδιόφωνο, δεν συγκρίνονται με αυτό που ζήσαμε εκεί…
Καθόμασταν απέναντι από το χωριό μας και το βλέπαμε να λαμπαδιάζει. Να καίγεται γύρω-γύρω και στη μέση τα σπίτια. Πυροσβεστικά αεροπλάνα δεν μπορούσαν να πετάξουν γιατί είχε είδη νυχτώσει… Επικοινώνησαν με τον δήμαρχο , και αυτός είπε «δεν μπορώ να κάνω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα».
Κάποια στιγμή μπήκαν στο χωριό 2 αυτοκίνητα της πυροσβεστικής με εντολή να προστατέψουν σπίτια και ανθρώπους. Πόσο μεγάλη ανακούφιση!
Μια κυρία άγνωστη, που το σπίτι της ήταν εκεί μας έφερε καρέκλες, νερό και κουβέρτες. Κυρία Ρουλα να είσαι πάντα καλά.
Το ράδιο αρβύλα έδωσε ρέστα… Μέχρι που κάποια στιγμή μας παίρνουν τηλέφωνο κάτι τολμηροί που μπήκαν στο χωριό και μας λένε « το σπίτι σας μάλλον αυτή τη στιγμή καίγεται»… Αμάν… Χαμός! Και το τραγικό είναι τοι μου λέει ο παππούς μου εκείνη τη στιγμή, που δεν βλέπει μακριά «Γιάννη πάμε στο σπίτι μας, έφυγε η φωτιά».
Λύγισαν τα γόνατα μου, η μάνα μου έπεσε στην καρέκλα και οι θείες να σταυροκοπούνται… Το ίδιο βέβαια έκανα και εγώ, που δεν έβγαλα από την τσέπη μου στιγμή το φυλαχτό από τον Άγιο Διονύσιο που μου έδωσε η φίλη μου η Κική και έταξα μια λαμπάδα.
Τότε ακουστήκαν και οι πρώτες σειρήνες από τα πυροσβεστικά.
Άνθρωποι φτωχοί, που μόνο ένα σπίτι είχαν , και δυο οικόπεδα με ελιές για το λάδι της χρονιάς, τα έβλεπαν να χάνονται.
Το ποιο τρομακτικό από όλα που δεν υπάρχει τρόπος να το καταλάβεις αν δεν το ζήσεις είναι ο ήχος της φωτιάς. Ένας ήχος σαν το βουητό της θάλασσας μαζί με ήχους από το σκάσιμο των κουκουναριών. Ένας ήχος που σε συνδυασμό με την θεα της φωτιάς, ούτε στον χειρότερο μου εφιάλτη δεν είχα δει.
Ο θειος μου (πρώην πυροσβέστης) είχε παραμείνει στο σπίτι μέχρι την στιγμή που είδε τα δέντρα γύρω του να καίγονται. Κατάβρεχε το μέρος και τα ξερά, για να μην πέσει καμία σπίθα.
Από μακριά δεν ξέραμε τι καίγεται και τι όχι, έτσι παρακαλούσαμε η μέρα να ξημερώσει ποιο γρήγορα από της άλλες , να πετάξουν τα αεροπλάνα και να σβήσουν.
Οι καμπάνες χτυπήσαν και στα διπλανά χωριά, Χελιδόνι, Πουρνάρι, Πελόπιο. Η φωτιά πήγαινε προς τα εκεί και έτρωγε ότι έβρισκε μπροστά της.
Αφού χάραξε, και η μεγάλη φωτιά είχε περάσει, μπήκαμε στο χωριό και πηγαμε στο σπίτι του θειου μου.
Έγινε θαύμα είπαν όλοι… Η φωτιά είχε περάσει έξω από τα σπίτια, μέσα στις αυλές , έξω από τις πόρτες στην κυριολεξία, αλλά δεν έκαψε κανένα!!!
Κανείς άνθρωπος δεν χάθηκε, κανείς δεν έπαθε τίποτα, εκτός από οτιδήποτε πράσινο υπήρχε.
Οι δυο εκκλησίες του χωριού, ο Άγιος Αθανάσιος και η Κοίμηση της Θεοτόκου, ζωσμένες στο πράσινο που καήκε όλο και αυτές δεν έχουν ούτε καν μουτζούρα. Ούτε ο καπνός δεν τις ακούμπησε!
Όλοι νομίζαμε πως πέρασε και πέσαμε να ξαπλώσουμε…
Μετά από 2 ώρες περίπου, άκουσα τον θειο μου να μου φωνάζει να ξυπνήσω γιατί κάτι γινόταν στο σπίτι του…
Πήγα και ξεκινήσαμε να κουβαλάμε νερό με τους κουβάδες να σβήσουμε κάτι μικρό εστίες που ξανά άρπαξαν πάνω ακριβώς από τους τοίχους του σπιτιού του. Χαμός… Σκίστηκα, τρυπήθηκα, φοβόμουνα και τα μάτια μου έτρεχαν σαν το λιγοστό νερό της βρύσης.
Μετά από 2 ώρες το σβήσαμε για τα καλά και γυρίσαμε στο σπίτι της γιαγιάς μου πάλι.
Με έτρωγαν τα φίδια.
Μέσα σε μερικά λεπτά , φύσηξε από το πουθενά ένας μανιασμένος αέρας που έπαιρνε και τις καρέκλες.
Δεν πρόλαβα να γυρίσω το κεφάλι μου και τι να δω.
Στα δεξιά μου πίσω από την εκκλησία φωτιά, αριστερά πίσω από το σπίτι της θειας μου φωτιά, μπροστά μου στο σπίτι του θειου μου φωτιά!
Φώναξα ένα συχωριανό που ήταν εκεί με το τρακτέρ και το βυτίο , το θειο μου που είχε αποκοιμηθεί και πήγαν να τη σβήσουν…
Αυτό ήταν , δεν είχαμε από πού να φύγουμε… Πανικοβλήθηκα, φώναξα τη μάνα μου και την αδελφή μου να βάλουν τα πράγματα στο αμάξι και να φύγουμε. Να φύγουμε , να φύγουμε, να φύγουμε , μόνο αυτό θυμάμαι ότι έλεγα. Μπήκα στο αμάξι και για λίγο χάθηκα…
Μακάρι ποτέ και κανένας να μη νιώσει αυτό που ένιωσα εκείνη την ώρα.
Αφήσαμε τον πατέρα μου πίσω να βοηθήσει και να πάρει την γιαγιά και τον παππού. Εμείς φύγαμε.
Τα δύσκολα ήταν ποιο κάτω…
Μπήκαμε στην εθνική και δεν κυκλοφορούσε τίποτα. Μπροστά μου το μόνο που έβλεπα ήταν κάπνα και σκοτάδι. Ήταν πραγματική νύχτα. Άναψα τα φώτα και πήγαινα χωρίς να ξέρω τι θα βρω μπροστά μου. Φοβόμουνα πολύ και δεν ήξερα τι να κάνω; Μπρος ή πίσω;
Συνέχισα μπροστά και είδα ένα περιπολικό μέσα στο χαμό να μου κάνει σήμα να περάσω γρήγορα.
Μετά τη στροφή τι να δω; Δεξιά και αριστερά ο δρόμος καίγονταν, σπίτια καίγονταν και κάτι άνθρωποι έκοβαν τα δέντρα. Ούτε πυροσβεστική, ούτε αστυνομία να ρωτήσω αν ο δρόμος είναι ανοιχτός, τίποτα.
Εκεί τα είδα όλα!!!
Έκανα μπροστά και ότι γίνει έγινε. Τελικά περάσαμε μέσα από τη φωτιά και βγήκαμε. Κοιτούσα πίσω από τον καθρέφτη και δεν το πίστευα…
Η μαμά μου μιλούσε διαρκώς στο κινητό με τους άλλους στο χωριό που μας είπαν ότι πλάκωσαν οι χωριανοί με τα τρακτέρ και έσβησαν όλες τις φωτιές. Ήταν όλοι καλά, και σε επιφυλακή.
Εγώ συνέχισα τον δρόμο προς Αθήνα….
Το βράδυ μάθαμε ότι σε 3 μεριές ξαναφούντωσε αλλά τη έσβησαν.
Μέχρι τώρα δεν είχαν νερό και ηλεκτρικό.
Στο δικό μας χωριό, δεν καηκε κανένα σπίτι, κανένας άνθρωπος.
Στα άλλα όμως…
Η καταστροφή είναι πέρα από κάθε σκέψη, από κάθε φαντασία. Παρθένα δάση εκατοντάδων χρόνων, σπίτια, περιουσίες, άνθρωποι.
Κανένας απολογισμός δεν θα φτάσει ποτέ για να μετρηθεί το τι χάθηκε.
Δεν θα το συνεχίσω.
Εύχομαι κανένας άνθρωπος ποτέ να μην περάσει ότι εγώ και όλοι εμείς εκεί πέρα ,ποτέ, ποτέ. Εύχομαι όλα να πάνε καλά από δω και στο εξής και να σταματήσει όλο αυτό σύντομα.
*όλες τις φωτο τις έχω τραβήξει εγώ. Μερικές δεν είναι και πολύ καλές γιατί έτρεμαν τα χέρια μου.*ευχαριστώ όλους τους φίλους και τους συγγενής για το ενδιαφέρον τους και την υποστήριξη τους.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)